στασίδι

στασίδι
Ξύλινο ψηλό κάθισμα που βρίσκεται στους ορθόδοξους ναούς. Τα σ. είναι τοποθετημένα συνήθως κατά μήκος των τοίχων των ναών και μερικές φορές κοντά στο δεσποτικό θρόνο ή απέναντι από αυτόν. Χρησιμοποιούνται από τους εκκλησιαζόμενους για να ξεκουράζονται από την ορθοστασία.
* * *
το / στασίδιον, ΝΜ
ξύλινο κάθισμα, θρονί με υψηλό συνήθως ερεισίνωτο και πλαϊνά στηρίγματα για τα χέρια κατά μήκος τών τοίχων και τών κιονοστοιχιών τού ναού ή μέσα στο Άγιο Βήμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τού αρχ. στάσις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • στασίδι — το στενόμακρο κάθισμα στην εκκλησία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μετέωρα — Συγκρότημα μοναστηριών χτισμένων στην κορυφή απότομων και ξεκομμένων μεταξύ τους βράχων, διάσπαρτων σε μια έκταση περίπου τριάντα τ. χλμ., ανάμεσα στα όρη Χάσια, Αντιχάσια και Κόζιακας, του νομού Τρικάλων, στο σημείο ακριβώς, όπου ο Πηνειός… …   Dictionary of Greek

  • Δούκας, Λουκάς — (Αθήνα 1890 – 1925). Γλύπτης. Σπούδασε στην Αθήνα και μετεκπαιδεύτηκε στο Παρίσι και σε άλλες ευρωπαϊκές πόλεις. Τιμήθηκε με εύφημο μνεία στο Σαλόν του Παρισιού το 1923 για το έργο του Σάτυρος. Μεταξύ των έργων του διακρίνονται τα εξής: Κάιν,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”