- στασίδι
- Ξύλινο ψηλό κάθισμα που βρίσκεται στους ορθόδοξους ναούς. Τα σ. είναι τοποθετημένα συνήθως κατά μήκος των τοίχων των ναών και μερικές φορές κοντά στο δεσποτικό θρόνο ή απέναντι από αυτόν. Χρησιμοποιούνται από τους εκκλησιαζόμενους για να ξεκουράζονται από την ορθοστασία.
* * *το / στασίδιον, ΝΜξύλινο κάθισμα, θρονί με υψηλό συνήθως ερεισίνωτο και πλαϊνά στηρίγματα για τα χέρια κατά μήκος τών τοίχων και τών κιονοστοιχιών τού ναού ή μέσα στο Άγιο Βήμα.[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τού αρχ. στάσις].
Dictionary of Greek. 2013.